ἀλείψασαν

ἀλείψασαν
ἀλείψᾱσαν , ἀλείφω
anoint the skin with oil
aor part act fem acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επίρρυτος — ἐπίρρυτος, ον (Α) [επιρρέω] 1. (για νερό) τρεχούμενο («ἐν τοῑς ἐπιρρύτοις καὶ ὀχετευομένοις [ὕδασι]», Θεόφρ.) 2. (ειδ.) (για τροφές) αυτός που χύνεται στο σώμα 3. αυτός που προέρχεται, που πηγάζει από κάπου 4. άφθονος («καρπόν τε γαίας καὶ βοτῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”